Σκλαβούνος Ιωάννης

Μαιευτήρας – Γυναικολόγος 

ο Γιατρός σας

Πρόληψη. Διάγνωση. Θεραπεία

ΣΜΝ

Σεξουαλικά Μεταδιδόμενα Νοσήματα

Στις αναπτυγμένες χώρες οι κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη να βάλουν προτεραιότητες για περιορισμό των ΣΜΝ.

Στις αναπτυγμένες χώρες οι κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει την ανάγκη να βάλουν προτεραιότητα στον περιορισμό των ΣΜΝ.
Αυτό έχει προκύψει λόγω της αύξησης της συχνότητας στο γενικό πληθυσμό, τα τελευταία χρόνια από την αύξηση της αυξημένου κινδύνου σεξουαλικής δραστηριότητας και της μεγάλης μετακίνησης πληθυσμών από τις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και της άγνοιας του γενικού πληθυσμού σε σχέση με τις συνέπειες των νοσημάτων αυτών.

Η χρήση φαρμακευτικών αγωγών σε πολυεθνικό επίπεδο έχει αφετέρου οδηγήσει σε ανθεκτικές σε φάρμακα λοιμώξεις, με αποτέλεσμα παρά την ανάπτυξη της φαρμακολογίας να έχουμε μεγάλη δυσκολία να καταφέρουμε ίαση συγκριτικά με παλιότερες εποχές.
Η από νωρίς αναγνώριση της νόσου είναι κρίσιμης σημασίας, ώστε να περιοριστούν οι επιπτώσεις και επιπλοκές. Οι γυναικολόγοι είναι συνήθως το πρώτο σημείο επαφής και πολλές φορές θα χρειαστεί να συνεργαστούν με αφροδισιολόγους και λοιμωξιολόγους. Είναι βέβαια σημαντικό η πληροφόρηση του κόσμου να είναι απλή και αποτελεσματική, ώστε η ωφέλεια να είναι η μέγιστη.

Η συχνότητα των ΣΜΝ έχει αυξηθεί στην Ευρώπη από το 1990. Ο γυναικολόγος καλείται να είναι αποτελεσματικός στη διάγνωση και αντιμετώπιση αυτών των νοσημάτων, ώστε να περιοριστεί η νοσηρότητα. 

Κάποιες από τις συνέπειες των ΣΜΝ, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει κατ΄ εξοχήν ως ειδικός είναι:
– πυελική φλεγμονώδης νόσος,
– εξωμήτριος κύηση,
– καρκίνος τραχήλου,
– υπογονιμότητα και
– κάθετη μετάδοση νοσημάτων από μητέρα σε νεογνό.

Πολλά νέα κορίτσια θα ζητήσουν αντισύλληψη μόνο όταν θα έχουν ήδη αρχίσει να έχουν σεξουαλικές επαφές, ενώ δεν σκέφτονται καθόλου την προστασία τους από τις σεξουαλικά μεταδιδόμενες νόσους. Είναι εκπληκτικό το πόσα νέα κορίτσια πιστεύουν ότι το αντισυλληπτικό χάπι τα προστατεύει από τις λοιμώξεις.

Χλαμύδια
Τα χλαμύδια είναι ένας μικροοργανισμός, που παρασιτικά χρειάζεται τα επιθηλιακά κύτταρα του ξενιστή για να μπορέσει να πολλαπλασιαστεί. Είναι το πιο διαδεδομένο σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αριθμώντας το 3%- 5% των σεξουαλικά ενεργών γυναικών που προσέρχονται για εξέταση. Οι παράγοντες επικινδυνότητας περιλαμβάνουν:
    • • ηλικίες μικρότερες των 25 ετών
    • • νέοι σεξουαλικοί σύντροφοι ή πολλαπλοί σύντροφοι
    • • έλλειψη χρήσης προφυλακτικού
    • • χρήση αντισυλληπτικού χαπιού
      • • διακοπή κύησης
Οι περισσότερες γυναίκες (80%) είναι ασυμπτωματικές. Αν παρατηρηθούν συμπτώματα αυτά θα συμβούν μέσα στις πρώτες 3 εβδομάδες από την προσβολή και περιλαμβάνουν: – κολπική αιμόρροια μετά από επαφή ή ανάμεσα στις περιόδους, – δυσουρία, – κατώτερο κοιλιακό πόνο και – πυώδες κολπικό έκκριμα. Η εξέταση θα αναδείξει ένα βλεννοπυώδες τραχηλικό έκκριμα. Το ένα τρίτο των ασθενών θα υποστεί ανιούσα φλεγμονή, (φλεγμονή που θα ξεκινήσει από τον κόλπο και τον τράχηλο και θα ανέβει προς την μητρα και πιο πάνω), που θα εκδηλωθεί ως ενδομητρίτιδα, σαλπιγγίτιδα, παραμητρίτιδα, πυελική φλεγμονή ή σαλπιγγοωοθηκικό απόστημα.

Είναι επίσης η συχνότερη αιτία σεξουαλικά αποκτώμενης αρθρίτιδας. Ακόμη και μικρή καθυστέρηση στην έναρξη της θεραπείας θα αυξήσει την πιθανότητα επιπλοκών, όπως η υπογονιμότητα, η εξωμήτριος κύηση και ο χρόνιος πυελικός πόνος.

Τα χλαμύδια στην κύηση συνδέονται με αποβολές και πρόωρο τοκετό. Κατά τη διάρκεια του τοκετού είναι δυνατή η μετάδοση της λοίμωξης με αποτέλεσμα πυώδους επιπεφυκίτιδας και πνευμονίας.

Η διάγνωση γίνεται με διάφορους τρόπους, ο κοινότερος εκ των οποίων είναι ELISA σε ενδοτραχηλικό δείγμα το οποίο θα πρέπει να ληφθεί με μεγάλη προσοχή.
Η θεραπεία περιλαμβάνει χορήγηση αντιβίωσης, όπως η δοξυκυκλίνη, η αζυθρομυκίνη, η οφλοξασίνη, η τετρακυκλίνη και η ερυθρομυκίνη, η οποία χρησιμοποιείται και σε περίπτωση λοίμωξης στη διάρκεια της κύησης. Επαναληπτικό τεστ 3 εβδομάδες μετά το πέρας της θεραπείας είναι απαραίτητο για να διαπιστωθεί η ίαση.

Κονδυλώματα

Τα κονδυλώματα είναι καλοήθεις επιθηλιακοί δερματικοί όγκοι προκαλούμενοι από διπλής έλικας DNA ιό των κονδυλωμάτων (HPV).
Έχουν αναγνωριστεί περίπυ 200 τύποι , αν και κάποιοι ενοχοποιούνται περισσότερο για την αιτιολογική σχέση με τα κονδυλώματα, ενώ άλλοι έχουν σχετισθεί με την δημιουργία δυσπλασίας ή κακοήθειας.

Η ύπαρξη περικολπικών κοδυλωμάτων δεν αυξάνει την πιθανότητα για αυξημένου βαθμού δυσπλασία τραχήλου, ενώ η ανίχνευση περιπρωκτικών κονδυλωμάτων συνδέεται με την ύπαρξη αυξημένου βαθμού δυσπλασία του πρωκτού. Υπολογίζεται ότι πάνω από 60% του πληθυσμού θα έχει στο ιστορικό του μια λοίμωξη με HPV, ενώ από αυτούς μόνο το 20% θα εκδηλώσει κονδυλώματα.

Κλινικά τα κονδυλώματα σπάνια προκαλούν φυσικό πόνο, ενώ μπορούν να προκαλέσουν ερεθισμό και αιμορραγία. Κύρια προκαλούν άγχος λόγω της παραμόρφωσης της γενετικής περιοχής, του φόβου σύνδεσης με παρουσία δυσπλασίας και της πιθανότητας να το μεταδώσουν στους συντρόφους τους.
Μπορούν να εντοπιστούν οπουδήποτε στην γεννητική περιοχή της γυναίκας, ενώ μη εμφανείς στο μάτι αλλοιώσεις είναι συχνές, παράλληλα με την παρουσία εμφανών κονδυλωμάτων. Σπάνια μπορούν να αναπτυχθούν τόσο σε μέγεθος, ώστε να επηρεάσουν την ούρηση, τις κενώσεις ή ακόμη και τον τοκετό. Νεογνά που γεννιούνται από μητέρες με κολπικά ή τραχηλικά κονδυλώματα, μπορούν να αναπτύξουν λαρυγγικά ή κονδυλώματα γενετικής περιοχής.

Η διάγνωση γίνεται μόνο με την επισκόπηση τις περισσότερες φορές, ενώ η ιστολογική εξέταση είναι κάποιες φορές απαραίτητη για κάποιες άτυπες περιπτώσεις. Η εξέταση με κολπικό διαστολέα ή πρωκτοσκόπιο είναι απαραίτητη στις περισσότερες περιπτώσεις.

Η θεραπεία περιλαμβάνει χημικές αγωγές στις μη κερατινοποιημένες αλλοιώσεις, ενώ η χειρουργική εξαίρεση, η κρυοθεραπεία ή η διαθερμία είναι πολλές φορές οι μέθοδοι εκλογής.

Γονόρροια

Η συχνότητα της γονόρροιας (βλεννόρροιας) έχει αυξηθεί κατά πολύ από το 1994.
Η νόσος έχει αυξημένη συχνότητα σε πόλεις και πτωχές περιοχές. Αφορά στο 0.5% των γυναικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 50% δε αυτών είναι ηλικίας κάτω των 20 ετών.

Κλινικά όπως με τα χλαμύδια το 50% των γυναικών θα είναι ασυμπτωματικές, ενώ οι υπόλοιπες θα αναφέρουν διαφοροποίηση του κολπικού τους εκκρίματος. Χαμηλό κοιλιακό άλγος θα αναφέρουν το 25% των γυναικών, ενώ η λοίμωξη της ουρήθρας θα εκδηλωθεί με πόνο στην ούρηση χωρίς συχνουρία. Σπάνια μπορεί να εκδηλωθεί με κολπική αιμόρροια ανάμεσα στις περιόδους ή ακόμη και μηνορραγία. Ένα βλεννοπυώδες τραχηλικό έκκριμα θα παρατηρηθεί σε λιγότερο από 50% των περιπτώσεων.

Είναι το δεύτερο συχνότερο παθογόνο που προκαλεί πυελική φλεγμονή, με τον κίνδυνο μακροπρόθεσμων συνεπειών, μετά τα χλαμύδια έχει συνδεθεί η παρουσία της με πιθανότητα αποβολής, πρόωρο τοκετό και νεογνική λοίμωξη. Σε ποσοστό περίπου 1% θα γίνει αιματογενής διασπορά σε απομακρυσμένα σημεία με αποτέλεσμα μηνιγγίτιδα ή ενδοκαρδίτιδα.

Η διάγνωση γίνεται με καλλιέργειες τραχήλου, ουρήθρας ή πρωκτού και είναι άμεσα διαθέσιμες, ειδικές και ευαίσθητες. Ταυτόχρονα χρειάζεται τεστ ευαισθησίας, γιατί έχει παρατηρηθεί αυξημένη ανοχή σε αντιβιοτικά τα τελευταία χρόνια. Η μικροσκόπηση παρέχει άμεση διάγνωση, έχει όμως μειωμένη ευαισθησία 37-50%.

Αντιβιοτική θεραπεία και θεραπεία των συντρόφων μειώνει τη διασπορά της νόσου.

Γεννητικός Έρπης

Ο απλός έρπης HSV είναι η συχνότερη αιτία εξέλκωσης γεννητικών οργάνων στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Διακρίνονται σε τύπους 1 και 2. Τα επεισόδια της νόσου είναι πρωτοπαθή και από τους δυο τύπους 1 και 2 ή υποτροπιάζοντα κυρίως από τον τύπο 2. Η πρωτοπαθής λοίμωξη είναι συχνότερη σε ηλικίες 20-24 με συχνότητα 3/1000.

Οι περισσότερες περιπτώσεις συνοδεύονται από υποκλινική ή λανθάνουσα λοίμωξη. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων καθορίζεται από την προηγούμενη ανάπτυξη ανοσίας στον HSV. Οι περισσότεροι ασθενείς αναπτύσσου ένα γριππώδες σύνδρομο με πυρετό και μυαλγίες. Η μηνιγγίτιδα είναι πιθανή. Ο χρόνος επώασης είναι 2-20 ημέρες. Οι γεννητικές αλλοιώσεις είναι φυσαλίδες, που γρήγορα εξελκώνονται και παραμένουν επώδυνες για 10-12 ημέρες. Η ουρήθρα πολλές φορές επηρεάζεται προκαλώντας πόνο στην ούρηση κι επίσχεση.

Πιστεύεται ότι η αύξηση των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων μετά από το 1994 αντανακλά την επιστροφή σε αυξημένου κινδύνου συμπεριφορά, μετά από την αρχική αλλαγή με την εξάπλωση της επιδημίας του AIDS. Σε ανταπόκριση σε αυτές τις ανησυχίες θα ήταν καλό σε εθνικό επίπεδο να υπάρξουν επίσημα συστάσεις και οδηγίες για τη βελτίωση του επιπέδου σεξουαλικής υγείας.

Στις αρχές αντιμετώπισης των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων θα πρέπει να περιλαμβάνεται:
– εξέταση για άλλα παθογόνα, συμβουλευτική για ασφαλείς σεξουαλικά επαφές και πιθανών μελλοντικών επιπλοκών, αλλά και
– εύρεση και θεραπεία των προηγούμενων συντρόφων, ώστε να αποφευχθεί μετάδοση των νόσων.